- τερψίων
- τέρπωdelightfut part act masc nom sg (doric)τέρψιςenjoymentfem gen pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τερψίων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τερψίων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη από τα Μέγαρα. Αναφέρεται στον Θεαίτητο του Πλάτωνα. 2. Έλληνας συγγραφέας ιατρικών έργων. Έγραψε Γαστρολογία με συμβουλές για διάφορες τροφές, που τις θεωρεί ανθυγιεινές. Φαίνεται, ότι έζησε στους … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek